-
1 υπάλληλος
ος, ο[ν] 1. подчинённый;υπάλληλος εννοια — узкое понятие;
υπάλληλος κρίσις — частное суждение;
2. (ο, η) служащей, -ая; сотрудни|к, -ца (учреждения);δημόσιος υπάλληλος — государственный служащий, чиновник;
τραπεζικός (εμπορικός) υπάλληλος — банковский (торговый) служащий;
ανώτερος υπάλληλος — старший сотрудник
-
2 δημόσιος
α, ο [ία, ον]1) общественный; публичный, народный;δημόσια ασφάλεια — общественная безопасность;
δημόσια έργα — общественные работы;
δημόσια περιουσία — общественное имущество;
δημόσία αγόρευσις — публичное выступление;
δημόσια μομφή ( — или κατάκριση) — общественное порицание;
δημόσια εκπαίδευση — народное образование;
2) государственный;δημόσιος υπάλληλος — государственный служащий;
§ δημόσιος δρόμος — или δημόσία οδός — шоссе
-
3 memur
υπάλληλος, δημόσιος υπάλληλος -
4 чиновник
-
5 чиновник
-а α. (προεπαναστατικά).1. δημόσιος υπάλληλος• κρατικός υπάλληλος•чиновник таможни τελωνειακός υπάλληλος•
полицейский чиновник αξιωματικός αστυνομίας•
мелкие -и οι μικροί (κατώτεροι) υπάλληλοι•
крупные -и οι μεγάλοι (κρατικοί) υπάλληλοι.
2. γραφειοκράτης, καλαμαράς, μανδαρίνος της γραφειοκρατίας. -
6 государственный
государственн||ыйприл κρατικός, δημόσιος:\государственныйый строй τό κρατικό σύστημα, τό πολίτευμα· \государственныйые границы τά κρατικά σύνορα· \государственныйый банк ἡ κρατική τράπεζα· \государственныйый язык ἡ ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους· \государственныйый флаг ἡ σημαία τοῦ κράτους· \государственныйый служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \государственныйая измена ἡ ἐσχατη προδοσία· \государственныйый престу́пник ὁ ἐγκληματίας κατά τοῦ κράτους· \государственныйое право τό δημόσιο δίκαιο· \государственныйый деятель ὁ κρατικός παράγοντας· \государственныйый переворот τό πραξικόπημα· \государственныйый экзамен οἱ κρατικές ἐξετάσεις. -
7 должностной
должностнойприл ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, ὑπάλληλος:\должностнойо́е лнцо ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \должностнойо́е преступление ἡ ὑπηρεσιακή παράβαση. -
8 служащий
служащий1. прич. от служить·2. м ὁ ὑπάλληλος:государственный \служащий ὁ δημόσιος ὑπάλληλος. -
9 сотрудник
сотру́дни||км ί. ὁ συνεργάτης:\сотрудник газеты ὁ συνεργάτης ἐφημερίδας· научный \сотрудник ὁ ἐπιστημονικός συνεργάτης·2. (служащий) ὁ ὑπάλληλος:-*· учреждения ὁ δημόσιος ὑπάλληλος. -
10 civil servant
(a member of the civil service.) δημόσιος υπάλληλος -
11 servant
['sə:vənt]1) (a person who is hired to work for another, especially in helping to run a house.) υπηρέτης2) (a person employed by the government, or in the administration of a country etc: a public servant; civil servants.) (δημόσιος)υπάλληλος -
12 чиновник
[τσινόβνικ] ουσ. α δημόσιος υπάλληλος -
13 чиновник
[τσινόβνικ] ουσ α δημόσιος υπάλληλος -
14 парвеню
ουδ. άκλ. παλ. ανώτερος δημόσιος υπάλληλος καταφερτζής στην αναρρίχηση, στην ιεραρχία. -
15 служащий
επ. από μτχ.που υπηρετεί. || ουσ. δημόσιος υπάλληλος. -
16 сотрудник
-а α. -ца, -ы θ.συνεργάτης, -ισσα•мой сотрудник ο συνεργάτης μου•
сотрудник журнала συνεργάτης περιοδικού•
научный сотрудник επιστημονικός συνεργάτης.
|| δημόσιος υπάλληλος. -
17 служащий
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > служащий
См. также в других словарях:
δημόσιος υπάλληλος — Βλ. λ. δημόσιος λειτουργός … Dictionary of Greek
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
υπάλληλος — η, ο που είναι ταγμένος κάτω από άλλον, που υπόκειται σε άλλον: Η έννοια θηλαστικό είναι υπάλληλη στην έννοια ζώο. ο, η αυτός που εκτελεί εργασία κάτω από τις διαταγές προϊσταμένου ή άλλης ανώτερης αρχής, ο υφιστάμενος κάποιου προϊσταμένου:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
δημοσιεύω — (AM δημοσιεύω) [δημόσιος] καθιστώ κάτι γνωστό στο κοινό νεοελλ. 1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό μέσω τού Τύπου («δημοσίευσε στις εφημερίδες το πολιτικό του πρόγραμμα», «δημοσιεύουν οι εφημερίδες το κείμενο τού νόμου») 2. καταχωρίζω σε … Dictionary of Greek
συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… … Dictionary of Greek
δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek